- ὠμαχθής
- ὠμαχθήςheavy to the shouldersmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμαχθής — ές, Α ο βαρύς στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αχθής (< ἄχθος «βάρος») πρβλ. ἀνδρ αχθής] … Dictionary of Greek
ὠμαχθέα — ὠμαχθής heavy to the shoulders neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὠμαχθής heavy to the shoulders masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek